- ἀνατροπῇ
- ἀνατροπῆι , ἀνατροπεύςouerturnermasc dat sg (epic ionic)ἀνατροπήcapsizingfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνατροπή — capsizing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατροπή — η 1. αναποδογύρισμα: Η ανατροπή του αυτοκινήτου έγινε εντελώς ξαφνικά. 2. ανασκευή, αναίρεση: Η ανατροπή της κατηγορίας δεν είναι εύκολη. 3. κατάργηση, κατάλυση: Κατηγορήθηκε ότι οργάνωνε ανατροπή του πολιτεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατροπή — η (AM ἀνατροπή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα νεοελλ. 1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας 2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το… … Dictionary of Greek
Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… … Wikipédia en Français
ἀνατροπαῖς — ἀνατροπή capsizing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπαί — ἀνατροπή capsizing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπήν — ἀνατροπή capsizing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροπῶν — ἀνατροπή capsizing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anatropi — Ανατροπή … Википедия
Мартакис, Костас — Костас Мартакис Κώστας Μαρτάκης Мартакис на конкурсе « … Википедия